Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Αχ Θανάση...

Ευχαριστώ πολύ τοβιβλίο.net που δημοσίευσε σήμερα άλλη μια ιστορία μου

τοβιβλίο.net υποδέχεται φιλοξενεί μια ακόμα από τις σύντομες αλλά πολύ ζωντανές και παραστατικές ιστορίες της Ιωάννας Πορτοκάλη. Αυτή τη φορά ο τίτλος τα λέει όλα...

ΑΧ ΘΑΝΑΣΗ…
Μάλιστα…. Και τι κατάλαβες τώρα; Εγώ εδώ ντυμένη στα μαύρα μέσα στον καύσωνα, αγκαλιά με ένα μπουκάλι του ενός λίτρου νερό γεμάτο πάγο (προνόησα για να μην έχουμε και καμιά λιποθυμία λόγω ζέστης). Εσύ εκεί (που εκεί; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα καλύτερα από εδώ θέλω να φαντάζομαι) γαλήνιος, απαλλαγμένος από έννοιες να με χαζεύεις μέσα από αυτή τη φωτογραφία που έλεγες κιόλας ότι είναι η καλύτερη που έχεις βγάλει! Χάλια είναι! Δεν μου αρέσει το πουκάμισο που φορούσες εκείνο το βράδυ στο κέντρο διασκέδασης «τα μαχαιρώματα» που με είχες πάει για να ακούσουμε αυτό το «αηδόνι» (τρομάρα της) τη Σούλα Μπούλα. Όλα φόρα παρτίδα τα είχε για να αποσπά την προσοχή του κόσμου από το λαρύγγι της και να είναι στραμμένη η προσοχή τους στο… λαρύγγι της (Θου Κύριε φυλακήν το στόματί μου). Όλο τέτοια μου ήθελες! Καλή ζωή και όλο ήσουν «Σώπα βρε Μαρικάκι. Η ζωή είναι μικρή και θέλει γλέντια. Αφού τα έχουμε γιατί να κακοπερνούμε;». Από πού τα είχαμε Θανασάκηηηηηη;;;;;; Όλη μέρα εσύ στην οικοδομή να λιώνεις στο λιοπύρι και εγώ από σπίτι σε σπίτι να ράβω για την κάθε κυράτσα συνολάκια. Σκέβρωσαν τα δάχτυλά μου από τις βελόνες. Στραβώθηκα στο μέτρημα των πόντων. Εσύ όμως το βιολί σου. Να γυρνώ κατάκοπη κάθε μέρα και να τρέχω σαν τη τρελή να μαζέψω τον ασυμμάζευτο που είχε το σπιτικό μας αφού ότι και αν έκανα εσύ σε δέκα λεπτά έσπερνες ξανά το χάος. Να έχω αναμμένο το θερμοσίφωνα για να κάνεις μπάνιο μόλις γυρίσεις με πολλή γκρίνια από μένα γιατί αν σε άφηνα κακομοίρη μου έτσι, κάθε Σάββατο θα το θυμόσουνα και αν δεν βαριόσουνα θα έκανες. Από φαγητό; Δεν το συζητώ! Κάθε μέρα και άλλο. Σε άφησα εγώ βρε ποτέ να φας χθεσινό;;;; Ένα «μπράβο ρε γυναίκα» δεν ήξερες να πεις. Κατέβαζες τον άμπακο και μετά έπεφτες και σαν βόδι στο κρεββάτι για τη σιέστα σου. Τότε με θυμόσουν (που και που δηλαδή) και με φώναζες τάχα μου δήθεν να σου τρίψω την πλατούλα. Πονηρέ! Εντάξει, δεν λέω. Τα ήθελα και εγώ. Περάσαμε όμορφα Θανάση μου όμως ε; Και τις βόλτες μας είχαμε, και τις διασκεδάσεις μας, και τις εκδρομές μας, και κάθε Κυριακή το καφεδάκι μας τον απογευματινό στο γαλακτοπωλείο «η Αμάλθεια» με αυτό το κολασμένο γαλακτομπούρεκο. Αχ σαν να το έχω στο στόμα μου. Νιώθω το σιρόπι στα χείλη μου. Κάτσε να πιω μια γουλιά νεράκι και συνεχίζω… 
Και φτάνει εκείνη η ρημάδα η Κυριακή. Και συννεφιασμένη ήταν θυμάμαι και ένα ψυχοπλάκωμα το είχα βλέποντας έτσι τον καιρό και μια κακή διαίσθηση που δεν ήθελα να παραδεχτώ. Ξυπνήσαμε κατά τις 12:00 με ένα κεφάλι χάλια. Την προηγούμενη ήμασταν για πολλοστή φορά στο μπουζουξίδικο «τα μαχαιρώματα» και τώρα ο Johnie Walker πηγαινοερχόταν μέσα στο κεφάλι μας λες και είχε βγει βόλτα στο Ζάππειο! Χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο Βαγγέλης. Μιλήσατε (δεν πολυκατάλαβα και τι λέγατε λόγω της κατάστασης που βρισκόμουν) και μόλις το κλείσατε μου λες «Μαρικάκι ντύσου! Φύγαμε για Χαλκίδα». «Ποια Χαλκίδα; Που Χαλκίδα;» (είπαμε έτσι όπως ήμουν δεν ήξερα ούτε τι έλεγα). «Πάμε στη γέφυρα για bungee jumbing». «Τι λες Θανάση μου; Γιατί μου μιλάς κινέζικα;». «Σήκω ρε γυναίκα να φύγουμε επιτέλους! Σου εξηγώ στο δρόμο». Σηκώθηκα κακήν κακώς και ντύθηκα. Σε μισή ώρα ήμασταν στην εθνική οδό. Μου είπες ότι πάμε στη γέφυρα να πηδήξουμε. «Που να πηδήξουμε καλέ;;;;;». «Από κάτω. Στο κενό. Θα μας δέσουν με ένα χοντρό ελαστικό σκοινί και θα πηδήξουμε στο κενό. Από κάτω είναι η θάλασσα όμως δεν θα τη φτάσουμε γιατί το σκοινί θα λειτουργήσει σαν ελατήριο και μόλις τεντωθεί θα μας τραβήξει επάνω. Μετά θα αιωρούμαστε. Θα δεις. Θα είναι τέλεια!!!!». Προσπάθησα να σε μεταπείσω. Μάρτυς μου ο Θεός, αλλά εσύ πουουουου;;; Κουβέντα δεν έπαιρνες. Όλο «έλα ρε φοβιτσιάρααααα. Η ζωή είναι ωραία. Θέλει ρίσκο και να τη ζεις στο έπακρο. Κάνε τρέλες. Αυτές θα θυμάσαι όταν γεράσουμε. Πως κάνεις έτσι; Αφού δεμένη θα είσαι. Και στη τελική μη με ζαλίζεις γιατί είπαμε ΘΕΛΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΠΑΜΕ!». Μου έβαλες τις φωνές και με κοίταξες άγρια τόσο που μαζεύτηκα στη θέση μου και δεν τολμούσα ούτε ανάσα να πάρω. Βούρκωνα ξεβούρκωνα και μαύρες σκέψεις με κατέκλυζαν. Ώσπου φτάσαμε (μαύρη η ώρα) και εκεί μας περίμενε το φωστήρας ο Βαγγέλης (όλο λαμπρές ιδέες είναι πανάθεμά τονε). Σε πήρε μαζί του και σε πήγε σε έναν άλλον που ήταν εκπαιδευτής από ότι άκουγα και σου έδιναν οδηγίες για το πώς να πέσεις και τι να κάνεις. Σε δέσανε και ανέβηκες στην άκρη της γέφυρας… Γύρισες και με κοίταξες με αυτά τα μάτια τα παιδικά που από τα δεκαπέντε σου δεν είχαν αλλάξει, μου χαμογέλασες με εκείνο το χαμόγελο που έφερνε λιακάδα στη ψυχή μου και έφυγες… 
Στη κυριολεξία έφυγες! Εκείνη τη στιγμή έχασα και τον κόσμο όλο. Ούρλιαζα και είχαν πέσει όλοι επάνω μου. Μου έλεγαν διάφορα αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν ξέρω ακόμα πως έγινε και βρέθηκα στο κρεββάτι μου, ένιωσα ένα τσίμπημα στο χέρι μου και έσβησαν όλα. Βυθίστηκα σε ένα λυτρωτικό σκοτάδι. Αργότερα οι φίλοι που είχαν τρέξει στο πλευρό μου, στο σπίτι μας μου είπαν ότι φώναζα το όνομά σου συνέχεια και ότι σου έλεγα επίσης ότι το πουκάμισο που τόσο σου άρεσε και το φορούσες και το προηγούμενο βράδυ θα το πετάξω! 
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και εγώ συνεχίζω να έρχομαι και να σου κάνω τα παράπονά μου. Μου λείπεις Θανάση μου. Το σπίτι μας παραμένει βουβό. Γυρνάω στα δωμάτια και μιλάω μόνη. Σε γεννάω στο μυαλό μου, σε στήνω σαν ολόγραμμα μπροστά μου και μουρμουράω, για τα παπούτσια σου που τα παράτησες στο χωλ, το τασάκι που το τίγκαρες στα τσιγάρα και δεν το αδειάζεις, το μπάνιο που για άλλη μια φορά το πλημμύρισες στα νερά και πέταξες και την πετσέτα χάμω, για τον νιπτήρα που έχεις γεμίσει με οδοντόκρεμες και αφρούς ξυρίσματος, για το καπάκι της λεκάνης που ποτέ δεν κατεβάζεις, για τα μεσημέρια που δεν με φωνάζεις να σου τρίψω τη πλατούλα, για τα αμέτρητα Σάββατα που τώρα πια περνούν και δεν με πας στα «μαχαιρώματα»….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου