Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ντανλοφ το ελαφάκι (μια χριστουγεννιάτικη ιστορία)



Μια φορά και έναν καιρό, στο χωριό του Αη Βασίλη που βρίσκεται μέσα στη μέση του πουθενά στον Βόρειο Πόλο, γεννήθηκε μέσα σε ένα στάβλο ένα ελαφάκι. Γύρω από τη μαμά ελαφίνα που πονούσε πολύ είχαν μαζευτεί πέντε ελάφια μεγάλα που προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν. Με ένα τελευταίο σπρώξιμο το ελαφάκι ήρθε στο κόσμο. Άνοιξε αμέσως τα ματάκια του και κοίταξε τη μαμά του. Εκείνη άρχισε να το γλύφει για να το καθαρίσει και όλα τα ελάφια είπαν πόσο όμορφο ήταν.
Ο καιρός περνούσε και το ελαφάκι μας μεγάλωνε. Παρακολουθούσε τη μαμά του και τα υπόλοιπα ελάφια στο καθημερινό τους πρόγραμμα. Τους έβλεπε να τρέχουν, να τρώνε πολύ, να κοιμούνται αρκετά. Παρατηρούσε πως το σώμα τους γινόταν πιο σφιχτό, τα πόδια τους πιο δυνατά και κάποια στιγμή ρώτησε τη μαμά του: «γιατί το σώμα μου δεν είναι όπως το δικό σας; Γιατί τα πόδια μου δεν είναι τόσο δυνατά όσο τα δικά σας;». «Έχουμε μια ιερή αποστολή μωρό μου. Κάθε χρόνο ταξιδεύουμε με τον Αη Βασίλη σε όλο τον κόσμο για να μοιράσει τα δώρα σε όλα τα παιδάκια. Τραβάμε το έλκυθρο και θέλει πολλή δύναμη για να το κινήσουμε. Για αυτό το λόγο γυμναζόμαστε και τρώμε αρκετά καλά», «Θέλω και εγώ να έρθω μαζί σας», «Είσαι μικρός ακόμα. Να μεγαλώσεις πρώτα γιατί είναι επικίνδυνο. Κάνε υπομονή». Έτσι το ελαφάκι συνέχιζε να παρακολουθεί θλιμμένα.
Ο χρόνος κυλούσε και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Στο εργαστήριο του Αη Βασίλη οι ρυθμοί εργασίας ήταν ξέφρενοι. Έπρεπε όλα τα παιχνίδια να ήταν έτοιμα την ημέρα των Χριστουγέννων. Ο Αη Βασίλης επιθεώρησε τα ελάφια και ικανοποιημένος για την άψογη φυσική κατάσταση που τα βρήκε, χαμογέλασε και έφυγε από το στάβλο. Λίγο πριν περάσει την πόρτα, τον πλησίασε ο Ντάνλοφ. Έτριψε το κεφάλι του στο χέρι του Αγίου και εκείνος τον χάιδεψε στο κεφαλάκι.
Ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα και ο Αη Βασίλης από το προηγούμενο βράδυ είχε ετοιμάσει το έλκυθρο. Οι νάνοι φόρτωσαν τον τεράστιο σάκο με τα δώρα και έδεσαν τα ελάφια στις κατάλληλες θέσεις. Ο Αη Βασίλης ανέβηκε πάνω μαζί με δυο νάνους και φώναξε «ΧΙ ΧΑΙ ΧΟ». Τα ελάφια άρχισαν να καλπάζουν και σιγά σιγά καθώς επιτάχυναν, πέταξαν ψηλά στον ουρανό. Ο Ντάνλοφ έμεινε πίσω να τους παρατηρεί στεναχωρημένος. Καθώς όμως απογειώθηκε το έλκυθρο, ένα δώρο έφυγε από τον σάκο και έπεσε ακριβώς μπροστά στον Ντάνλοφ. Χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρε στο στόμα του και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Αη Βασίλης.
Έτρεχε, έτρεχε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, με όλες του τις δυνάμεις για να τους φτάσει. Βγήκε από το χωριό και λίγο πιο κάτω μπήκε μέσα στο δάσος. Εκεί τα έχασε. Τα δέντρα γύρω του ήταν τόσο ψηλά που με τα κλαδιά και τα φύλλα τους έκρυβαν τον ουρανό και δεν μπορούσε να δει το έλκυθρο. Απογοητεύτηκε και στάθηκε λίγο να ξεκουραστεί. Σκεφτόταν και έκλαιγε όταν ξαφνικά πίσω από ένα θάμνο άκουσε ένα γρίλισμα. Μπροστά του στάθηκε ένας μεγάλος γκρίζος λύκος και του έδειξε τα μυτερά του δόντια. Ο Ντάνλοφ τρόμαξε και ο λύκος δεν έχασε ευκαιρία και του επιτέθηκε. Ο Ντάνλοφ νόμιζε ότι θα χάσει τη ζωή του όμως πάλεψε πολύ και κατάφερε με τα μεγάλα του κέρατα να πετάξει τον λύκο πάνω σε ένα θάμνο με αγκάθια. Ο λύκος ούρλιαξε από τον πόνο και έφυγε τρέχοντας μακριά. Με κάποιες γρατζουνιές και μικρές πληγές, ο Ντάνλοφ συνέχισε να ψάχνει μυρίζοντας τον αέρα για τον Αη Βασίλη.
Στο μεταξύ όμως στο έκλυθρο ο ένας νάνος έκανε μια τελευταία καταμέτρηση των δώρων. «Άγιε μου Βασίλη, μετρώ ξαναμετρώ και λιγοστά μου βγαίνουν. Λείπει ένα». Αμέσως ο Άγιος Βασίλης φώναξε «ΧΟ ΧΑΙ ΧΙ» και το έλκυθρο προσγειώθηκε στη γη. Οι νάνοι άδειασαν το σάκο και βάλθηκαν να μετρούν από την αρχή.
Ο Ντάνλοφ καθώς προχωρούσε ένιωθε πιο έντονη τη μυρωδιά. Άρχισε να τρέχει ξέροντας ότι πλησιάζει. Ήξερε ότι κάπου εκεί κοντά ήταν το έλκυθρο.
Και να!!! Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο είδε το έλκυθρο και όλα τα δώρα στη γη και τους νάνους να τριγυρίζουν και να φωνάζουν. Μάζεψε όσες δυνάμεις του απέμειναν και έτρεξε ακόμα πιο δυνατά κρατώντας το δώρο στο στόμα του. Έφτασε τον Άγιο Βασίλη και άφησε το δώρο στα πόδια του. Εκείνος ξαφνιασμένος το πήρε από κάτω και κοίταξε τον Ντάνλοφ. Γονάτισε και τον αγκάλιασε από το λαιμό. Σηκώθηκε και τον έδεσε μαζί με τα υπόλοιπα ελάφια στο έλκυθρό. Φώναξε «ΧΙ ΧΑΙ ΧΟ» και απογειώθηκε.
Ο Ντάνλοφ κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και γεμάτος χαρά και συγκίνηση πέταξε μαζί με τα υπόλοιπα ελάφια για το μεγάλο ταξίδι.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Κεραυνός

Κολυμπώ σε πελάγη απύθμενα
Αφήνω το κορμί μου έρμαιο στους ανέμους να με ξαπλώσουν σε γκρίζα σύννεφα που γουργουρίζει μέσα τους το φυλακισμένο νερό.
Δονίζομαι απο τον ηλεκτρισμό που εισχωρεί μέσα μου.
Γίνομαι κεραυνός και καρφώνομαι στη θάλασσα

Καίω το βυθό.....

Δικό μου....

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Ανάμνηση...

Κλεισμένη στο δωμάτιό της καθώς διάβαζε τα μαθήματά της άκουσε το γνώριμο ήχο που κάνει το μιξερ όταν ανακατεύει υλικά. Έτρεξε προς τη κουζίνα και είδε τη μαμά της πάνω απο τον πάγκο να έχει βάλει το μίξερ μέσα σε ένα μεγάλο μπωλ και να ανακατεύει. Απο ένστικτο κατάλαβε. Τα ματάκια της έλαμψαν και άρχισε να χοροπηδάει φωνάζοντας: "Κέικ"!!!!. Η μαμά της χαμογέλασε και της είπε να κάτσει ήσυχη και να την αφήσει να τελειώσει. Έκατσε στη καρέκλα και με μεγάλη ανυπομονησία χτυπούσε τα χέρια της στο τραπέζι και έλεγε: "Γρήγορα μαμά, τελείωνε. Τώρα θέλω"!!!. Η μαμά με γυρισμένη τη πλάτη σε εκείνη, άδειασε το μείγμα στη φόρμα. Η μικρή κατέβηκε απο τη καρέκλα, αγκάλιασε τα πόδια της μαμάς της και προσπάθησε να αρπάξει το μπωλ απο τα χέρια της. Η μαμά ακούμπησε το μπωλ στον πάγκο, την πήρε αγκαλιά και την έβαλε να κάτσει στον καναπέ. Γύρισε στο πάγκο, πήρε το μπωλ και το άφησε στα χέρια της μικρής που τα είχε ανοίξει σε μια μεγάλη αγκαλιά. Με επιφωνήματα χαράς η μικρή βουτούσε τα χεράκια της μέσα και με λαχτάρα έγλυφε τα δαχτυλάκια της που γέμιζαν απο τη ζύμη....
Αυτή η ανάμνηση ξεπήδησε στο μυαλό της καθώς έφτιαχνε τη ζύμη για το κεικ. Έκλεισε τα μάτια, βούτηξε το δάχτυλό της στη ζύμη και το έφερε στο στόμα της. Χαμογέλασε και σκέφτηκε: "Αυτό τελικά δεν θα πάψω ποτέ να το κάνω".... 
(Αφιερωμένο στη μαμά μου)

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Εντυπώσεις από το ταξίδι "Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας"

Ταξίδεψα σε μια εποχή ονειρεμένη. Προορισμός μου η πόλη "Ίριδα" η ξακουστή πρωτεύουσα του βασίλειου του Αρίλιον. Φτάνοντας εκεί όμως αντίκρυσα μια κοιλάδα έρημη, άγονη. Ανάμεσα σε βουνά το απόλυτο κενό. Περιπλανήθηκα και κάπου εκεί συνάντησα τη πριγκίπισσα Λίλλυ των Μπεατριν. Αποφάσισα να την ακολουθήσω και έτσι μαζί της έζησα την πιο έντονη περιπέτεια. Ένα φιλί απο τον νεαρό Σον γίνεται η αφορμή η πριγκίπισσα Λίλλυ να αφήσει το βασίλειό της και να ψάξει να βρει τον αγαπημένο της ο οποίος εξαφανίστηκε. Στη πορεία συναντά και συνδέεται με ισχυρά δεσμά με άτομα που έχουν ένα κοινό παρελθόν και όλοι μαζί αποφασίζουν να βρουν τον Σον. Έρχονται αντιμέτωποι με κακούς μάγους και συμμετέχουν στην αιώνια μάχη του Κακού με το Καλό....
Η Σουζάνα Χατζηνικολάου έφτιαξε έναν παραμυθένιο κόσμο και με τη γραφή της μας τον παρουσιάζει. Δίνει εικόνες έντονες. Μεταφέρει συναισθήματα, μυρωδιές, ήχους. Ακόμα και τον ιδρώτα που κυλάει στα πρόσωπα των ηρώων μπορούμε να νιώσουμε. Βλέποντας τις 800 σελίδες ίσως να πιστέψει κανείς οτι κάπου θα χαλάει η ροή. Θα γίνεται βαρετή. Όμως πραγματικά δεν είναι έτσι. Κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, κυλάει γρήγορα η ιστορία και δεν το αφήνεις εύκολα απο τα χέρια σου. Οι χαρακτήρες εξελίσσονται στη πορεία μέσα απο αυτά που βιώνουν.
Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω πράγματα πάνω στον ενθουσιασμό μου.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το Μάιο του 2012 απο τις εκδόσεις Πατάκη. 
Είστε ή δεν είστε λάτρεις αυτού του είδους σας το προτείνω ανεπιφύλακτα. Άλλωστε, με όσα ζούμε αυτές τις εποχές, ένα ταξίδι σε ένα παραμυθένιο κόσμο είναι μια ιδανική απόδραση...


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Άγνωστο....

Ένα άρθρο της αγαπημένης φίλης Νατάσας Γκουτζικίδου στο www.eyedoll.gr, έγινε η αφορμή για να σκεφτώ το "άγνωστο". Το συγκεκριμένο άρθρο μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Πόσο πολύπλοκες είναι και πόσο ρισκάρεις γιατί δεν ξέρεις πως θα σου βγει.
Σκέφτομαι τη στιγμή που ξυπνάω. Ανοίγω τα μάτια και το μόνο που ξέρω είναι τι έζησα τις προηγούμενες ώρες, μέρες, εβδομάδες κτλ. Η μέρα μου ξεκινάει και δέχομαι διαρκώς επιρροές, μηνύματα, προβλήματα τα οποία με προκαλούν να αντιδράσω, να πάρω αποφάσεις, να βιώσω συναισθήματα. Όλα αυτά είναι "άγνωστο". Το κάθε λεπτό που περνάει είναι άγνωστο. Αν θελήσω μπορώ να το σκεφτώ και πιο μακάβρια. Η επόμενη ανάσα που παίρνω είναι άγνωστη. Δεν ξέρω αν θα υπάρχει επόμενη.... Άγνωστο.....
Τα άτομα γύρω μας είναι άγνωστα. Καμιά φορά δεν επιλέγεις εσύ με ποιους θα συναναστραφείς. Κυρίως στον επαγγελματικό χώρο. Είσαι αναγκασμένος λοιπόν για 8 ώρες (ποιος δουλεύει τώρα πια τόσο δεν ξέρω αλλά τέλοσπαντων) κάθε μέρα της μονάκριβης ζωής σου να τη περνάς μαζί τους (και αυτοί μαζί σου γιατί αυτά είναι αλληλένδετα μην ξεχνιόμαστε). Δεν γίνεται να ταιριάζεις με όλους! Δεν το πιστεύω αυτό όταν το ακούω από άλλους. "Εγώ είμαι καλά με όλους. Όλους τους αγαπώ"! Πλάνην οικτράν. Ψάχνεις λοιπόν τρόπους για να "ανέχεσαι" τον χαρακτήρα του καθενός και να προσαρμόζεσαι έτσι ώστε να γίνεται και η δική σου δουλειά χωρίς πολλά κολλήματα και καθυστερήσεις. "Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο" που λένε. Και είναι ξεκάθαρη δικιά σου η επιλογή ποιους εμπιστεύεσαι. Αν κάποια στιγμή αποδειχτεί ότι δεν άξιζαν, τότε απογοητεύεσαι, θυμώνεις και διαγράφεις. Αυτό συμβαίνει σε εμένα.... Άγνωστο....
Έξω από την εργασία σου έχεις άλλους ανθρώπους να σε περιβάλλουν. Οικογένεια, γνωστοί, φίλοι, σύντροφος, "φίλοι" στο facebook κτλ κτλ κτλ. Εκεί είναι πιο εύκολο να επιλέξεις. Στο κομμάτι της οικογένειας είναι διαφορετικά τα πράγματα βέβαια γιατί καλώς ή κακώς ήρθες στον κόσμο αυτό και τους βρήκες. Δεν τους διάλεξες. Στα υπόλοιπα όμως ξεσκαρτάρεις και λες "αυτούς θέλω πολύ κοντά μου. Τους άλλους λίγο πιο μακριά κτλ". Παντού όμως κρύβεται η προδοσία που ίσως κάποια στιγμή ξεπροβάλλει θεόρατη, με πανοπλία, ασπίδα και ξίφος να στο καρφώσει στη καρδιά και να πληγώσει τον εγωισμό σου. Ίσως όμως και όχι και να κρατήσεις πρόσωπα σε όλη σου τη ζωή δίπλα σου. Που στέκονται σε κάθε σου δυσκολία και σε κάθε σου χαρά.... Άγνωστο....
Ο σύντροφος "αυτός ο άγνωστος". Έρχεται σε ανύποπτη στιγμή και σου ανατρέπει την ηρεμία. Είσαι λίμνη ήρεμη με καταπράσινα νερά, νούφαρα να επιπλέουν και ξαφνικά βότσαλα πέφτουν στα νερά σου και σε ταράζουν. Η καθημερινότητά σου αλλάζει, ο κόσμος γύρω σου γίνεται ροζ. Ποια Τρόικα; Ποια κρίση; Ποια ζόρια; Εσύ τρως το ψωμί της αγάπης σας και είσαι δυνατή. Όλα μπορείς να τα αντιμετωπίσεις. Ίσως κάποια στιγμή όμως αυτός σου πάρει τη μπουκιά από το στόμα και τότε ο κόσμος γίνει κατάμαυρος, σαν το κατακάθι του πικρού καφέ που πίνεις γιατί δεν θέλεις πια άλλη γλύκα γύρω σου. Γιατί πονάς και δεν αντέχεις τους άλλους που χαίρονται. Ίσως όμως και να μείνει δίπλα σου και να φτιάξετε τη δική σας ζωή......Άγνωστο.........
Και υπάρχουν πολλά ακόμα που θα μπορούσα να γράψω νομίζω για το άγνωστο.
Τελικά ξέρετε τι πιστεύω; Το προσωπικό μας ταξίδι σε αυτό που λέγεται ζωή είναι συναρπαστικό. Κρύβει πολλές συγκινήσεις. Να κρατάμε τις εμπειρίες μας και να μην σκύβουμε το κεφάλι σε κάθε δυσκολία. Να παλεύουμε για το καλύτερο. Να εκμεταλλευόμαστε την κάθε ευκαιρία για χαμόγελο. Τη πορεία μας τη καθορίζουμε εμείς γιατί η ζωή είναι ένα καράβι που πλέει προς το άγνωστο.......

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Εντυπώσεις από το ταξίδι "Θυμήσου πόσα μου χάρισες..."

Περίμενα με πολλή μεγάλη χαρά το βιβλίο αυτό. Ήθελα να το πάρω γρήγορα στα χέρια μου και περίμενα πότε θα κυκλοφορήσει για να το προμηθευτώ αμέσως. Ήθελα πριν γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίασή του να το έχω διαβάσει. Μόλις κυκλοφόρησε το διάβασα μπορώ να πω πάρα πολύ γρήγορα, σχεδόν μονορούφι που λένε (σύμφωνα με τους ρυθμούς της ζωής μου τις καθημερινές). Μια μέρα λοιπόν έγινε πιο όμορφη και ανέλπιστη πρόταση από την αγαπημένη μου Νατάσα. "Θα ήθελα να διαβάσεις αποσπάσματα στη παρουσίαση του βιβλίου μου". Ήμουν στο δρόμο εκείνη τη στιγμή και ήθελα να χοροπηδήσω από τη χαρά μου αλλά ας όψεται που με κοίταζε ο κόσμος. Είπα ναι και έτσι έφτασε η μεγάλη στιγμή. Στάθηκα δίπλα της και προσπάθησα να της μεταδώσω όσο γίνεται περισσότερη θετική ενέργεια και στήριγμα. Είχα λίγο τρακ αλλά με βοήθησε πολύ να το ξεπεράσω η Νατάσα που μου κράταγε το χέρι και τα μάτια όλων των αγαπημένων κοριτσιών που είχα απέναντί μου. Η βραδιά ήταν μοναδική και ευχαριστώ πολύ τη Νατάσα που ήθελε να είμαι δίπλα της.
Τώρα για το βιβλίο... Η Μελίνα, η ηρωίδα, μετά από ένα σοβαρό ψυχικό κλονισμό που υπέστη λόγω ενός τραγικού γεγονότος που συνέβει στην οικογένειά της αποφασίζει ότι για να γιατρευτεί η ψυχή της πρέπει να φύγει. Επιλέγει τον τόπο όπου βασιλεύουν οι παιδικές της αναμνήσεις. Το σπίτι των διακοπών της βρίσκεται δίπλα από τον παλιό φάρο. Έναν φάρο στοιχειωμένο.....
Δεν θα φανερώσω τίποτα άλλο. Η γραφή της απλή, με γρήγορη εξέλιξη, με πολύ έντονο το μεταφυσικό στοιχείο, τη δολοπλοκία, το ρομαντισμό. Παρελθόν και παρόν ανακατεύονται και το αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό......
Σας το προτείνω... Θα κολλήσετε στην ιστορία αυτή......
Στο βιβλίο υπάρχουν και κάποιοι στίχοι. Στο βίντεο που ακολουθεί έχουν "ντυθεί" με μελωδία και φωνή.....


Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Εντυπώσεις από το ταξίδι "Το πέρασμα για τον Τσεσμέ"

Από τη πρώτη στιγμή που το είδα μέσα στο facebook σκέφτηκα: "Το θέλω!". Με τράβηξε ο τίτλος και το εξώφυλλό του. Δεν γνώριζα τη γραφή της Μαρίας Χανιώτου την έχω όμως γνωρίσει σαν άνθρωπο και σαν άνθρωπος, πιστέψτε με, είναι όμορφη ψυχή.
Για να επισκεφθώ εκείνη την ημέρα την έκθεση βιβλίου στο Πασαλιμάνι, η αιτία ήταν εκείνη. Ήταν εκεί να υπογράφει το νέο της βιβλίο. Πήγα λοιπόν αμέσως στο περίπτερο που τη φιλοξενούσε και η χαρά μου που την είδα ήταν απερίγραπτη. Με μια συγκινητική αφιέρωση το βιβλίο της έγινε δικό μου.
Στο σημείωμά της η συγγραφέας αναφέρει: "Η ιστορία που κρατάτε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα με την απαραίτητη μυθοπλασία".
Μιλάμε λοιπόν για την ιστορία της Βασιλείας, μια γυναίκας που είχε την ατυχία... να γεννηθεί γυναίκα σε μια περίοδο όπου οι γυναίκες δεν χρειαζόταν να μορφωθούν και έπρεπε να παντρευτούν όσο γίνεται πιο μικρές. Η οικογένειά της πάμφτωχη με έναν πατέρα που τους εγκατέλειψε για να πάει στην Αμερική με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει και μια μάνα που πάλευε με τη γη προκειμένου να αναστήσει εκείνη και τα αδέρφια της. Αποφασίζει να πάει στην Αθήνα και να γίνει υπηρέτρια. Στην εφηβεία της ερωτεύεται, την εγκαταλείπει ο αγαπημένος της και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρίσκει αγκαλιά με τον καρπό του απάνθρωπου έρωτά της να ψάχνει να βρει τρόπους για τη σωτηρία της.
Στο βιβλίο αυτό βρήκα δυνατές περιγραφές, έμφαση στη δύναμη της ψυχής της ηρωίδας και στον τυφλό έρωτα που έκρυβε στη καρδιά της. Επίσης υμνεί τη φιλία και τη συντροφικότητα.
Μου άρεσε πάρα πολύ. Σας το προτείνω.....

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Μια βραδιά με πανσέληνο στην Ακρόπολη

Περπατούσε γρήγορα, λαχανιασμένη. Ήθελε να προλάβει να είναι στο ραντεβού της συνεπής. Χτύπησε το κινητό της είδε ότι ήταν η φίλη της. "Σε ένα λεπτό είμαι εκεί" της είπε και το έριξε ξανά στη τσάντα της. Ο πεζόδρομος γεμάτος από πάγκους γεμάτους από ψιλολόγια προς πώληση και οι πραγματευτάδες να διαλαλούν το εμπόρευμά τους. Κόσμος πολύς να περπατάει, να σταματάει και να χαζεύει στους πάγκους και εκείνη να προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους για να φτάσει στη φίλη της. Την είδε από μακριά και σήκωσε το χέρι της για να τη δει και εκείνη.
Έφτασε κοντά της, πιάστηκαν αγκαζέ και προχώρησαν προς τα πάνω. "Έχω να σου πω πολλά" της είπε. "Μην αρχίσεις ακόμα. Θέλω να κάτσουμε, να παραγγείλουμε και μετά ακούω ότι θες". Δεν άντεξαν στον πειρασμό και όπως ήταν φυσικό για εκείνες, σταματούσαν κάθε λίγο και λιγάκι για να δουν κοσμήματα, χειροποίητα, με χάντρες, με πέτρες, με σχοινιά και με ότι άλλο υλικό μπορεί να φανταστεί κανείς που θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κόσμημα. Ο κόσμος που περνούσε τις έσπρωχνε και εκείνες αγανακτούσαν, γιατί δεν μπορούσαν να κοιτάξουν ήρεμα όλα αυτά που τους τραβούσαν τη προσοχή. Συνέχισαν λοιπόν να προχωρούν.
Έφτασαν στο καφέ και έψαχναν τραπέζι ελεύθερο για να κάτσουν. "Μα γιατί έχει τόσο κόσμο σήμερα;" "Είναι η πανσέληνος καλή μου σήμερα ή αλλιώς "blue moon"". Βρήκαν ένα τραπέζι και έκατσαν. Εκείνη επέλεξε να είναι πρόσωπο στη πανσέληνο. Η εικόνα μαγική. Το φεγγάρι να ακουμπάει απαλά την Ακρόπολη και εκείνη όπως ήταν φωταγωγημένη έμοιαζε με γυναίκα που λάμπει από το άγγιγμα του εραστή της. Ήθελε να την απολαύσει. Ο αγαπημένος της ήταν μακριά. Είχαν μιλήσει πριν στο τηλέφωνο και της είχε πει ότι και εκείνος βλέπει το φεγγάρι. Μελαγχολικό το βλέμμα της και γεμάτη από έρωτα η ψυχή της. Τράβηξε τα μάτια της από τη πανσέληνο και κοίταξε τη φίλη της. Έδωσαν τη παραγγελία τους. "Σε ακούω τώρα". Τα γεγονότα σημαντικά και η συζήτηση γεμάτη ανάλυση. Ο χρόνος κυλούσε χωρίς να τον καταλάβουν. Πάντα έτσι γίνεται όμως σε κάθε έξοδό τους.
Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι της. "Πω πω φιλενάδα πως πέρασε έτσι η ώρα; Χάσαμε και το τελευταίο δρομολόγιο του Ηλεκτρικού". Πλήρωσαν και έφυγαν κατευθυνόμενες σε πιάτσα ταξί. Ο κόσμος λόγω της περασμένης ώρας είχε αραιώσει και έτσι σταμάτησαν ξανά στους πάγκους και μπόρεσαν να δουν καλύτερα τα διάφορα μπιχλιμπίδια και να αγοράσουν και από ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.
Έφτασαν στη πιάτσα των ταξί. Αγκαλιάστηκαν και αποχαιρέτησε η μια την άλλη λέγοντας όπως πάντα την κλασική πια για εκείνες φράση "πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις". Έτσι κάνουν πάντα για τσεκάρισμα ότι έφτασε η κάθε μια σπίτι της εντάξει.
Μπήκε στο πρώτο ταξί που ήταν στη σειρά και έδωσε τη διεύθυνσή της. Από το παράθυρο συνέχισε να χαζεύει το φεγγάρι που έλαμπε. Φαντάστηκε τους δρόμους χωρίς φώτα και μόνο η λάμψη του να λούζει τα πάντα γύρω της. Αναστέναξε.....

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Εντυπώσεις από το ταξίδι μου "Σεργιάνι στη ζωή" του Κώστα Βελούτσου



Όταν το ξεκίνησα, η περιέργειά μου για να δω πως μπορεί να γράφει ένας πυροσβέστης ήταν πολύ μεγάλη. Γνωρίζω ότι αυτό το επάγγελμα είναι της προσφοράς και βοήθειας προς τον άνθρωπο. Ήθελα να δω πόση ευαισθησία μπορεί να βγάλει ένας άντρας. Για όσους δεν γνωρίζετε ο Κώστας Βελούτσος είναι πυροσβέστης.
Ξεκινάει λοιπόν η ιστορία με πολύ όμορφες σκηνές, απο αυτές που έχω ζήσει και εγώ καλοκαίρια σαν παιδί (φαντάζομαι οι περισσότεροι από εμάς) σε χωριό. Αμέσως συμβαίνει ένα συγκλονιστικό γεγονός και από εκεί εξελίσσονται παράλληλες ιστορίες στο χρόνο. Ένα ταξίδι από το παρελθόν στο παρόν και πίσω. Εξελίξεις γρήγορες, άμεσες, χωρίς πολλά πολλά λόγια και "στολίδια" για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Στο επίκεντρο η Μαρία. Μια γυναίκα που σκιρτά η καρδιά της στη προεφηβεία της. Όλα τα έζησε με πάθος. Δεν θα πω την εξέλιξή της. Με έκανε να θυμώσω με τις επιλογές της αλλά και να τη συμπονέσω ταυτόχρονα.
Αυτό το βιβλίο έγινε ένα από τα αγαπημένα μου. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να πω. Η γραφή του Κώστα με ξάφνιασε. Η ευαισθησία του ειδικά σε ένα συγκεκριμένο θέμα φαίνεται πολύ έντονα. Χαρακτηριστική η σημείωση στις σελίδες υποδοχής: "Εξαιρετικά αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου και συναδέλφου μου Νίκου Πασίδη". Ένα βιβλίο που έχει και ένα σκοπό να υπάρχει. Για μένα αξίζει πραγματικά να ανακαλύψετε και εσείς αυτό το μικρό κομμάτι ψυχής που έχει βάλει στο βιβλίο του.


Δείτε την υπόθεση:



Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Το γατάκι.....

Είμαι ενός μηνός και μόλις άρχισα να περπατώ! Όλα είναι καινούργια γύρω μου και όλα θέλω να τα μάθω. Κάνω βηματάκια μικρά και ατσούμπαλα. Μυρίζω τα πάντα και τα επεξεργάζομαι.
Η όσφρηση είναι αυτή που με οδηγεί στο να πλησιάσω ένα αντικείμενο ή να εξερευνήσω τον χώρο γύρω μου. Η αυλή που γεννήθηκα είναι μεγάλη γεμάτη λουλούδια στο παρτέρι και γλάστρες. Έχει και ένα μεγάλο δέντρο. Ένα τραπέζι, δυο καρέκλες που ακόμα δεν φτάνω για να σκαρφαλώσω. Τριγυρίζω από εδώ και από εκεί, έρμαιο της περιέργειάς μου. Είναι όλα τόσο όμορφα και τόσο παράξενα! Λίγο πιο πέρα είναι η πόρτα της αυλής και στο κάτω μέρος της έχει ένα κενό. Πλησιάζω και δοκιμάζω να δω αν χωράω να περάσω. Πολύ διστακτικά στην αρχή για να καταλάβω αν είναι όλα εντάξει και αμέσως... τσουπ! Έξωωωωω!
Έξω από την αυλή ο κόσμος γύρω μου είναι τεράστιος. Με τρομάζει. Πολλή φασαρία υπάρχει που την κάνουν κάτι μεγάλες μηχανές που τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα. Κατεβαίνω ένα σκαλάκι και προσπαθώ να περάσω απέναντι για να ανέβω στο άλλο σκαλάκι που βλέπω μπροστά. Μια μεγάλη μηχανή τρέχει προς το μέρος μου. Ο θόρυβος που κάνει είναι δυνατός και στέκομαι κοιτάζοντάς το να έρχεται καταπάνω μου μη ξέροντας τι να κάνω.
Ξαφνικά χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, σταμάτησε μπροστά μου και ο θόρυβος έπαψε. Είχα κάτσει στα πίσω ποδαράκια και το κοιτούσα. Μέσα από τη μηχανή βγήκε μια κοπέλα και έσκυψε απο πάνω μου. Με πήρε αγκαλίτσα και με γύρισε πίσω στην αυλή μου.
Φοβήθηκα τόσο μα τόσο πολύ.......

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Εντυπώσεις από ταξίδι : Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Καθισμένη σε μια αυλή ενός νησιώτικου σπιτιού και έχοντας απλωμένη μπροστά μου τη θάλασσα, ξεκίνησα να διαβάζω το "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας". Νομίζω ότι ήταν το ιδανικότερο σημείο. Η ιστορία ξεκινάει με την ηρωίδα να είναι σε μια πλαγιά με θέα τη θάλασσα κάπου στη Κεφαλλονιά και να σκέφτεται το μεγάλο της όνειρο που δεν θα γίνει πραγματικότητα. Να γίνει αρχαιολόγος. Πρότυπό της και ανεκπλήρωτος έρωτάς της, ο μεγάλος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν. Η ζωή της κυλάει ήρεμα, στους ρυθμούς του νησιού της. Η ψυχή της όμως διψάει για μεγάλα πράγματα και σιγοβράζει από τον πόθο για ένα έρωτα ανέφικτο.
Αποφασίζει λοιπόν κάποια στιγμή να τα αφήσει όλα πίσω της και να ακολουθήσει τα βήματα του Σλήμαν, έχοντας στη κατοχή της έναν χάρτη και σημειώσεις-μελέτες που έκανε ο Σλήμαν την περίοδο των ανασκαφών του. Ο δρόμος της Ιστορίας όμως την βγάζει και στη προσωπική της ιστορία.
Ιστορικές αναφορές αλλά και άφθονος ρομαντισμός είναι κυρίαρχα στοιχεία του βιβλίου.
Μου άρεσε πολύ και σας το προτείνω....

ΥΠΟΘΕΣΗ:
Ο σκισμένος χάρτης κάποιου ονειροπόλου Ενετού χαρτογράφου του 18ου αιώνα θα οδηγήσει τη Βενέτα στο νησί που κρέμεται από μια κλωστή στη θάλασσα. Ο Χρόνος, νοσταλγώντας να ξαναζήσει μια γενναία ανθρώπινη ιστορία και να φέρει πάλι μιαν ανέλπιστη σωτηρία από τη θάλασσα, οδηγεί σήμερα την εγγονή της στην πρώτη κουκκίδα του χάρτη: στο σημείο όπου θα αποχαιρετήσει ένα όνειρο. Ήρθε και γι’ αυτήν η ώρα να ακολουθήσει τη γραμμή της θάλασσας.
Η νεαρή Βενετία αφήνει την Κεφαλονιά για ένα ταξίδι αποχαιρετισμού. Θα εγκαταλείψει το όνειρο να γίνει αρχαιολόγος και να συνεχίσει τις ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν αναζητώντας τα ίχνη του στο πρώτο του ταξίδι στην Πελοπόννησο το 1868.
Ένα νεανικό όνειρο μπροστά σ’ ένα αξεπέραστο εμπόδιο και το χαμένο όνειρο μιας παντρεμένης γυναίκας για παντοτινή αγάπη. Μια κοπέλα καταδικασμένη να φτιάχνει μπομπονιέρες, ένας πατέρας με την εμμονή να δημιουργήσει το άλυτο σταυρόλεξο αυτού του κόσμου κι ένας παππούς που όλοι τον θεωρούν αστείο αλλά… Ακόμα, ένας ποιητής που απαγγέλλει την Κόλαση του Δάντη στο σιωπηλό αρχοντικό του. Στην άλλη άκρη της θάλασσας, μια γυναίκα που την κυνηγούν οι ερινύες μετράει τα όσα έχασε, έχοντας συντροφιά ένα φίδι.
Ένα ορμητικό και πολυπρόσωπο σύγχρονο μυθιστόρημα που πατάει με τρυφερότητα στο δρόμο της Ιστορίας, μεταφέροντας τον αναγνώστη από τη σκληρή σημερινή εποχή στο ρομαντισμό της Ελλάδας των χρόνων του Σλήμαν.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Απόγνωση (συνέχεια)......


.... Την επόμενη μέρα ενημέρωσαν τον άντρα της για το θάνατό της. Έχασε τον κόσμο κάτω απο τα πόδια του και ένιωσε τύψεις για όσα έχει κάνει, για τον τρόπο που της έχει φερθεί όσο καιρό ήταν μαζί, για το οτι την αγνοούσε και τη θεωρούσε δεδομένη. Οργάνωσε τη κηδεία όσο μπορούσε καλύτερα πιστεύοντας οτι ίσως έτσι εξιλεωθεί λίγο. Ο ουρανός είχε φορέσει και εκείνος τα μαύρα του. Πυκνά τα σύννεφα και φορτωμένα με νερό έτοιμα να ξεπλύνουν τις τύψεις και τις βρωμιές του κόσμου. Μετά τη τελετή στάθηκε μόνος πάνω απο τον τάφο. Γονάτισε και έβαλε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη. Το μόνο που ψέλλιζε ήταν αυτό. Συγνώμη.
Ξαφνικά ένας αέρας σάρωσε τα πάντα. Τα δέντρα με μεγάλη μανία χτύπαγαν τα κλαδιά τους. Ο τόπος σκοτείνιασε και μια μορφή ξεχώρισε στο βάθος.
Ήταν μια γυναίκα γονατισμένη στο έδαφος. Το δέρμα της κατάλευκο, ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα μακρύ όλο πιέτες και το πάνω μέρος του φορέματος φτιαγμένο απο μαύρη δαντέλα. Στο κεφάλι της φορούσε ένα καπέλο στολισμένο με ένα μαύρο τριαντάφυλλο και μαύρα φτερά. Σηκώθηκε αργά απο το έδαφος και τον πλησιάσε σαν να την έσπρωχνε ο άνεμος. Χωρίς να αγγίζει τη γη. Εκείνος τα έχασε. "Πως είναι δυνατόν;" σκέφτηκε. "Είσαι νεκρή!". Προσπάθησε να φωνάξει αλλά διαπίστωσε με φρίκη οτι είχε χάσει τη φωνή του. Γούρλωσε τα μάτια και έκανε βήματα προς τα πίσω.
Πριν προλάβει όμως να γυρίσει την πλάτη του και να τρέξει εκείνη έπεσε βίαια επάνω του, έχωσε το χέρι της στο στήθος του και του ξερίζωσε τη καρδιά. Έσβησε εκεί. Δίπλα απο τον τάφο της.
Το πρωί της επόμενης ημέρας τον βρήκε ο φύλακας του νεκροταφείου. Κάλεσε την αστυνομία και όλοι έφριξαν μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο για να πιστοποιηθεί ο θάνατός του και οι έρευνες στράφηκαν σε ύποπτους για σατανιστικές τελετές.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Απόγνωση...


Μπήκε στο αυτοκίνητο λαχανιασμένη. Έκλεισε τη πόρτα με δύναμη και ακουμπώντας το κεφάλι της στο τιμόνι ξέσπασε σε κλάματα. Το μυαλό της, σαν μηχανή προβολής ταινιών, έπαιζε ξανά και ξανά την ίδια εικόνα. Τον άντρα της να φιλάει μια άλλη γυναίκα. Έσφιξε με τα δυο της χέρια το τιμόνι και έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης και πόνου. Τα δάκρυα σχημάτιζαν μαύρα ρυάκια στο πρόσωπό της. Είχε προσπαθήσει πάρα πολύ για να τη δει τόσο όμορφη και διαφορετική. Τόσο όσο καμία άλλη φορά στη κοινή τους ζωή. Γύρισε το κλειδί στη μηχανή, κόλλησε το πόδι της στο γκάζι και τα λάστιχα ούρλιαξαν στην άσφαλτο. Η μηχανή μούγκριζε άγρια. Το τοπίο εναλλασσόταν τόσο γρήγορα που όλα έγιναν ένα μείγμα εικόνας. Τα φώτα του δρόμου είχαν μετατραπεί σε μια φωτεινή δέσμη. Τα μάτια της κολλημένα μπροστά, το πόδι κοκαλωμένο στο γκάζι και το μυαλό μπλοκαρισμένο σε εκείνη την τραγική χρονική στιγμή. Ο δρόμος όλος μια ευθεία.
Διανύοντας τα χιλιόμετρα πλησιάζει το τέρμα. Κλείνει τα μάτια και το μόνο που νιώθει είναι η αίσθηση της πτώσης στο κενό και την κρύα αγκαλιά της θάλασσας......

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Ένα περήφανο...


Δεν είμαι κάτι ξεχωριστό. Είμαι κάτι συνηθισμένο όπως όλοι όσοι ανήκουν στο σινάφι μου.
          Η ζωή μου όλη είναι μια προσπάθεια για την επιβίωση. Ζω στο δρόμο. Εκεί γεννήθηκα. Η μάνα μου με φρόντισε και έμεινε δίπλα μου μέχρι να μάθω να στέκομαι μόνο μου στα πόδια μου. Έπρεπε να με αφήσει. Έτσι γίνεται με εμάς.
          Από το πρωί μέχρι το βράδυ σκληρός ο αγώνας. Πολλοί οι κίνδυνοι γύρω μου. Ανοίγω τα μάτια μου το ξημέρωμα, αγναντεύω την ανατολή του ηλίου και ξεκινώ για την αναζήτηση τροφής.
          Προτιμώ κυρίως τα πάρκα. Ένας από τους κινδύνους που αποκλείω εκεί είναι τα αυτοκίνητα. Παρακολουθώ τους ανθρώπους να περνούν, άλλοι βιαστικοί, άλλοι να κάνουν τη γυμναστική τους. Γονείς που πάνε βόλτα τα παιδάκια τους. Παιδιά που τρέχουν από εδώ και από εκεί κρατώντας το κολατσιό τους. Συνήθως πλησιάζω προς τα εκεί γιατί τότε είναι η ευκαιρία για τροφή. Καμιά φορά νιώθω τυχερό γιατί κάποια μπουκιά πέφτει κάτω και τρέχω να την αρπάξω. Νεράκι πίνω από τα συντριβάνια ή από τους λάκκους του δρόμου που γεμίζουν με νερό από τη βροχή.
          Οι περισσότεροι άνθρωποι με σιχαίνονται. Με βρίσκουν άσχημο, αποκρουστικό και βρωμιάρικο γιατί λερώνω όπου βρω. Πόσοι όμως από αυτούς ξέρουν ότι δεν ήμουν πάντα αυτό που είμαι τώρα;
          Έχω και εγώ τη δική μου ιστορία. Έχω και εγώ τους  δικούς μου προγόνους. Όπως οι πρόγονοί όλων αυτών που με σιχαίνονται έτσι και οι δικοί μου πρόγονοι υπάρχουν από την αρχαιότητα. Έχουμε την ικανότητα να εντοπίζουμε το σημείο εκκίνησής μας ακόμα και αν πάμε στην άλλη μεριά του κόσμου. Διανύουμε τεράστιες αποστάσεις και αυτό το χαρακτηριστικό μας φάνηκε πολύ χρήσιμο από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήμασταν αγγελιοφόροι. Μεταφέραμε μηνύματα καλά και μηνύματα κακά, αντιμέτωποι πάντα με όλες τις καιρικές συνθήκες και τους εχθρούς. Πάντα όμως γενναία και χωρίς να εγκαταλείπουμε την αποστολή μας μέχρι τη τελευταία μας πνοή. Για αυτό το λόγο άλλωστε κάποιοι πρόγονοι παρασημοφορήθηκαν.
          Έχω λοιπόν και εγώ τη δική μου ιστορία και με ψηλά το κεφάλι κάθε μέρα παρακολουθώ όλους αυτούς που με κοιτούν υποτιμητικά. Γιατί; Γιατί είμαι ένα περήφανο περιστέρι.....

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Παράνοια βουτηγμένη στο αίμα

Περπατούσε στο ανηφορικό δρομάκι και η ανάσα της έβγαινε κοφτή. Στάλες ιδρώτα γεννιόντουσαν στο μέτωπό της, κυλούσαν στα μάγουλά της χαράσσοντας πορεία στο λαιμό της για να σβήσουν στη σχισμή του στήθους της. Σταμάτησε για να βρει ξανά η καρδιά της κανονικούς ρυθμούς. Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να δει τον ουρανό. Αυτός όμως έπαιζε κρυφτό μαζί της καθώς τον κάλυπταν τα δέντρα που σαν τεράστιοι γίγαντες περικύκλωναν το κορίτσι. Με τα κλαδιά και το πυκνό τους φύλλωμα έφτιαχναν μια προστατευτική αγκαλιά. Ο ήλιος έδινε μάχη για να περάσει τις ακτίνες του και να αγγίξει το κορίτσι. Τα δέντρα όμως προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση.
Συνέχισε την ανάβαση. Θύμιζε νεράιδα με το λευκό της φόρεμα να δένει ψηλά στο λαιμό της, να σφιχταγκαλιάζει τη μέση της και να πέφτει αέρινα μέχρι το ύψος του γονάτου της. Τα κατακκόκινα χείλη της μισάνοιχτα για να ρουφήξουν όσο γίνεται περισσότερο αέρα.
Φτάνοντας στη κορυφή του λόφου είδε μπροστά της το εκκλησάκι. Στολισμένο με ροζ τριαντάφυλλα. Κόσμος μαζεμένος στο προαύλιο ντυμένοι επίσημα προς τιμή του ζευγαριού. Έφταναν στα αφτιά της λόγια ακατάλυπτα και γέλια που γινόντουσαν χέρι που έσφιγγε την καρδιά της μέχρι να τη συνθλίψει.
Πέρασε ανάμεσά τους και μπήκε στην εκκλησία. Αντίκρυσε αυτό που δεν ήθελε να αποδεχτεί.
Εκείνος να στέκεται δίπλα στην κλέφτρα της ζωής της.
Μια πίεση ξεκίνησε απο το κεφάλι της, ένα βουητό είχε στα αφτιά της, θάλασσα αγριεμένη έπνιξε την ψυχή της και τα μάτια της πλημμύρισαν. "Ήρθα αγάπη μου για να γίνω γυναίκα σου" φώναξε. Γύρισε το ζευγάρι και την είδε να τρέχει κατά πάνω τους. Ένα αλλόκοτο πλάσμα. Βγάζει το σπαθάκι που κρατούσε κρυμμένο στο στήθος της και το μπήγει βαθιά στη κοιλιά του. Τα ουρλιαχτά διέσχισαν τον κάμπο και έφτασαν μέχρι το χωριό. Εκείνος αφού κοίταξε το σημείο όπου ανάβλυζε το αίμα, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Έπεσε στην αγκαλιά της. Τον ξάπλωσε κάτω και κρατώντας το κεφάλι του έστρεψε το πρόσωπό του στο δικό της. Ήθελε να είναι η τελευταία εικόνα που θα κρατήσουν τα μάτια του. Άφησε την τελευταία του πνοή και εκείνη πήρε βαθιά ανάσα για να τη φυλακίσει μέσα της. Το αίμα του κύλησε πάνω της και έβαψε το λευκό της φόρεμα.
"Άντρα μου τώρα πια θα είμαστε για πάντα μαζί" είπε. Κοίταξε τα χέρια της που ήταν λερωμένα απο το αίμα του και σκέφτηκε οτι είναι αγίασμα. Χάιδεψε το πρόσωπό της και ένα γέλιο δυνατό, αλλοπρόσαλο, βγήκε απο μέσα της. Έφτασε μέχρι το χωριό αυτό το γέλιο και όλοι τρόμαξαν. "Τι είναι αυτό;" είπαν. "Δεν βγαίνει απο άνθρωπο αυτός ο ήχος σίγουρα" είπαν κάποιοι. Όλοι όμως ανατρίχιασαν και σταυροκοπήθηκαν.

Ελάτε στον ιστότοπό μου.....

Το μυαλό μου πολλές φορές μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Διεγείρεται σαν να δέχεται ηλεκτρισμό και στέλνει μικρές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας στο χέρι μου. Η μόνη λύση για να ηρεμώ τότε είναι ένα χαρτί και ένα στυλό.
Η τεχνολογία όμως εξελίσσεται και με παρασύρει στο να αφήσω κάποιες στιγμές τον παραδοσιακό τρόπο έκφρασης αφού οι δυνατότητές της είναι απεριόριστες και άκρως εκμεταλλεύσιμες.
Έτσι λοιπόν δημιούργησα τον δικό μου ιστότοπο όπου θα καταγράφω όλα τα περίεργα συμβάντα του μυαλού μου.
Σας προσκαλώ να παρασυρθείτε απο τη δική μου πλάνη.....

Πλάνη του μυαλού: Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.

Πλάνη του μυαλού: Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.: Έχουν περάσει τρία χρόνια. Τρία χρόνια με τη καρδιά της κολλημένη εκεί. Πράγματι η ζωή προχωράει. Συνέβησαν πολλά. Ανέκτησε δυνάμεις. Ξανά...

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Τρίτη, 1 Μαΐου 2012 στις 5:42 μ.μ.

Έχουν περάσει τρία χρόνια. Τρία χρόνια με τη καρδιά της κολλημένη εκεί. Πράγματι η ζωή προχωράει. Συνέβησαν πολλά. Ανέκτησε δυνάμεις. Ξανά άρχισε να ζει μια καθημερινότητα που την έχει ζήσει πολλές φορές στη ζωή της. Τη καθημερινότητα της μοναξιάς. Ήταν δύσκολα πολύ στην αρχή. Η απόφαση να φύγει δική του. Πέρασε όμως ένα διάστημα όπου κράταγε επαφή. Στον πρώτο χρόνο εκείνος ζήταγε να την βλέπει. Εκείνη έπρεπε να υποκρίνεται κάθε φορά ότι όλα είναι καλά. Όλα φιλικά. Εκείνη έλιωνε αλλά μπροστά του, όλα καλά. Στο δεύτερο χρόνο έπαψαν οι συναντήσεις. Τηλέφωνα μόνο σε γιορτές, γεννέθλια και τάχα μου τάχα μου «δεν σε άκουσα καλά εχθές και ήθελα να δω πως είσαι σήμερα». Βασανιστήριο πραγματικό όμως υπέμενε τα πάντα γιατί της έφτανε και μόνο να τον ακούει. Να ξέρει ότι τη σκέφτεται και εκείνος. Έστω φιλικά. Αυτό το πολύ φιλικά την έφαγε. Στο τρίτο χρόνο τέρμα και τα τηλέφωνα. Στην αρχή την ενόχλησε. Στεναχωρήθηκε που στη γιορτή της δεν την πήρε. Ούτε στα γεννέθλιά της. Ούτε να δει έτσι απλά τι κάνει.....
Εντωμεταξύ όμως έζησε μια συμφορά. Νόμιζε ότι θα έχανε τον κόσμο. Κρατήθηκε με νύχια και με δόντια για να στηρίξει ψυχικά όχι μόνο το άτομο που ταλαιπωρήθηκε αλλά και τους γύρω της. Εκεί συνειδητοποίησε ότι όλα είναι ένα τίποτα μπροστά στην υγεία. Παρόλο που και εκείνη είχε περάσει κάτι πολύ σοβαρό, αυτό που έζησε τώρα τη συγκλόνισε περισσότερο. Εκείνη για τη ζωή της δεν νοιαζόταν. Μόνο το αγαπημένο της πρόσωπο να είναι καλά. Αυτό και μόνο γύρισε το διακόπτη του μυαλού της. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να σπαταλά τη ψυχή της για κάτι που δεν αξίζει αφού δεν βρίσκεται δίπλα της. Και ο καιρός περνούσε….
Τα καλά νέα ήρθαν και επιτέλους άρχισε να χαμογελά ξανά. Ο κίνδυνος ξεπεράστηκε Έγινε πιο εξωστρεφής. Είδε τη ζωή διαφορετικά. Ακόμα και στη δουλειά της φάνηκε η διαφορά. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα και εκεί. Πολύ πίεση, άγχος και επιπλέον υποχρεώσεις. Ο παλιός εαυτός της ζούσε μέσα στη πίεση. Υπερωρίες για να αποδείξει ότι νοιάζεται για τη δουλειά. Αποτέλεσμα; Κανένας δεν το έβλεπε. Ήρθαν και οι πρώτες μειώσεις και υπερωρίες είχε να πληρωθεί από τις αρχές τους χρόνου. Κάτι ταχυκαρδίες. Κάτι μυρμηγκιάσματα στο κεφάλι. Ο νέος της εαυτός λοιπόν αποφάσισε ότι δεν αξίζει να αρρωστήσει για κανέναν. Αν πάθαινε κάτι μόνο η οικογένειά της θα έτρεχε. Κανένας άλλος. Συνέχισε να δουλεύει λοιπόν αλλά με πιο πεσμένους ρυθμούς.
Στη ζωή της έξω από τη δουλειά κυλούσαν όλα όμορφα. Γνώρισε νέα άτομα και έβγαινε μαζί τους χωρίς βέβαια να παραμερίσει τα δύο στηρίγματά της όλα αυτά τα χρόνια. Δύο ψυχές που τις αγαπούσε. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που όμως τη συμπλήρωναν. Περνούσε όμορφα. Καφεδάκια, φαγητό, συζητήσεις ατελείωτες για τα βιβλία, για τη ζωή, για τη καθημερινότητα, για τον έρωτα. Παρόλο που της έλειπε ο έρωτας......
Και το καθημερινό της πρόγραμμα κανονικά. Πρωί δουλειά. Και όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα. Πήγε στη δουλειά και αμέσως πριν προλάβει να αφήσει τη τσάντα της άρχισαν τα τηλέφωνα. Και οι ώρες περνούσαν και ο πανικός παρέμενε. Ξαφνικά μπαίνει η συνάδελφός της. Εκείνη που ήταν η αιτία για να γνωρίσει εκείνον. Εκείνον που είχε χάσει τα ίχνη του και ζούσε ήρεμη. Σκύβει λοιπόν στο αυτί της και της λέει: «Ξέρεις ποιος παντρεύτηκε το Σάββατο και περιμένει και μωρό;». Η καρδιά της σταμάτησε για δευτερόλεπτα. Όταν άρχισε ξανά είχε έναν ακανόνιστο ρυθμό. Με κολλημένο το βλέμμα στην οθόνη ρώτησε: «Ποιος;» «Εκείνος καλέ και μάλιστα περιμένει και μωράκι. Χάρηκα τόσο όταν το έμαθα και σκέφτηκα ότι θα το πω στο κοριτσάκι μου γιατί ξέρω ότι θα χαρεί και εκείνη». Αυτό είπε και έφυγε. Πράγματι. Τόση χαρά που ένιωσε δεν ήξερε τι να τη κάνει (ειρωνικά πάντα). «Με δουλεύει;» Σκέφτηκε. «Με σκέφτηκε να μου το πει γιατί ήξερε ότι θα χαρώ; Πόση κακία μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος;». Δυο λίμνες τα μάτια της και έπρεπε να κρυφτεί για να μην τη δει κανείς. Βούτηξε το κινητό της και βγήκε γρήγορα στη βεράντα του γραφείου. Πήρε τηλέφωνο τη μια της φίλη. Ευτυχώς απάντησε αμέσως «έλα κοριτσάκι μου». «Δεν είμαι καλά» είπε. Και της είπε τα πάντα. Οι λίμνες ξεχύλησαν. Προσπάθησε να την ηρεμήσει. Τον έβρισε και εκείνη μαζί της για συμπαράσταση. Το έκλεισαν και γύρισε στο γραφείο της. Μέχρι να φτάσει η ώρα να σχολάσει δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Κινήσεις μηχανικές μέχρι να πάει η ώρα να φύγει. Αυτό ήθελε μόνο. Να εξαφανιστεί. Γύρισε στο σπίτι αλλά το βάρος στη καρδιά παρέμενε.
Και οι μέρες περνούσαν. Γιατί είπαμε… η ζωή προχωράει και μας παίρνει στο διάβα της. Μας βουτάει απο τα μαλλιά και μας βάζει δοκιμασίες νέες πριν ακόμα προλάβουν να κλείσουν οι πληγές που αποκτήσαμε απο τις προηγούμενες......

Ταραγμένη ψυχή (για τη συλλογή βιβλιονείρων) - Παρασκευή, 11 Μαΐου 2012 στις 7:10 μ.μ.

Πετάχτηκε έντρομη από το κρεββάτι της. Η ανάσα της γρήγορη και κοφτή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό της στο στήθος της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε το ίδιο όνειρο συχνά. Το είχε συζητήσει με μια φίλη της και της είχε προτείνει να επισκεφθεί ψυχολόγο. Ίσως να την βοηθούσε εκείνος να καταλάβει κάποια πράγματα.
            Πήρε το τηλέφωνο από τη φίλη και έκλεισε ραντεβού. Δύο μέρες μετά βρέθηκε ξαπλωμένη στο ανάκλυνδρο του ψυχολόγου και του ανέλυε αυτά που έβλεπε στον ύπνο της. Εκείνος την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή και αρκετά προβληματισμένος. «Βρίσκω αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι πάρα πολύ πολύπλοκη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσα να σου προσφέρω τη βοήθειά μου στηριζόμενος μόνο στις δικές μου γνώσεις. Γνωρίζω κάποιον που πιστεύω ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να μας βοηθήσει. Είναι υπνωτιστής και βοηθάει τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε περασμένες τους ζωές και να βρουν τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τωρινή τους ζωή. Ίσως λοιπόν να βγάλουμε κάποια άκρη και σε αυτό. Ίσως. Θα ήθελες να μιλήσουμε μαζί του;» της είπε. Σκέφτηκε αρκετά και είπε «Ναι, αν υπάρχει περίπτωση να δωθεί μια εξήγηση για όλο αυτό. Δεν έχω κάτι να χάσω. Εξάλλου πάντα ήμουν περίεργη στο θέμα αν υπάρχει προηγούμενη ζωή και από ότι φαίνεται ήρθε η στιγμή να το βιώσω».
            Έτσι έγινε λοιπόν και μια εβδομάδα μετά συναντήθηκαν οι τρεις τους στο γραφείο του ψυχολόγου. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθιές ανάσες και έτσι απλά άρχισε να νιώθει ένα περίεργο γαργάλημα στο στομάχι και μια αιώρηση. Κάτι σαν να μην είχε επαφή με το περιβάλλον, σαν να απομακρυνόταν από το σώμα της και να πέταγε ανάλαφρη μέσα σε σκοτάδι.
            Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα την τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. «Μα που βρίσκομαι;». Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι με κουρτίνες λευκές αραχνούφαντες που ξεκινούσαν από το ταβάνι στο κέντρο του κρεββατιού και έπεφταν γύρω γύρω από αυτό καλύπτοντάς το όλο. Ήταν ολόγυμνη, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι, αφήνοντας ακάλυπτο το ένα της πόδι. Έμεινε καθιστή και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το κεφάλι της την πονούσε.
            Βήματα ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της από τον φόβο. Ένα χέρι μυώδες παραμέρισε ένα κομμάτι κουρτίνας και εμφανίστηκε μπροστά της ένας άντρας. Ήταν ψηλός, με μαλλιά που έφταναν στους ώμους του γεμάτα μαύρες μπούκλες. Μάτια καστανά και δέρμα σοκολατένιο. Σώμα που μαρτυρούσε ότι είναι δουλεμένο αρκετά από κάποιο είδος γυμναστικής. Ήθελε να φωνάξει όμως φωνή δεν έβγαινε. Την πλησίασε και έσυρε την πίσω μεριά της παλάμης του στο μάγουλό της και από εκεί στο λαιμό, στο μπράτσο μέχρι την δική της παλάμη. Πήρε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και άρχισε να της φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα. Ανατρίχιασε και ένιωσε στο κέντρο της ύπαρξής της να ξυπνάει το ΠΑΘΟΣ. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε ότι τον αγαπάει. Ότι είναι ο άνθρωπός της. Ότι όλο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό γιατί είναι ο άντρας της. Αφέθηκε λοιπόν να κυριαρχίσει στο σώμα της.
            Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος σιγά σιγά σηκώθηκε από το κρεββάτι και πήρε από την τσέπη του σακακιού του το μενταγιόν. Μια χρυσή αλυσίδα από την οποία κρεμόταν μια καρδιά από ρουμπίνι. Την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο για να την ξυπνήσει και της το έδειξε. Το πήρε στα χέρια της και τον ρώτησε «Τι είναι αυτό;». «Σου ανήκει ΑΓΑΠΗ μου. Δεν σου θυμίζει τίποτα;». «Όχι» του απάντησε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Την έβαλε να σταθεί κάτω από το μεγάλο ΠΟΤΡΕΤΟ πάνω από το τζάκι. Αποσβολωμένη έμεινε να χαζεύει την γυναικεία φιγούρα που απεικονιζόταν στον πίνακα. Στον κύκνειο λαιμό της ξεχώριζε το μενταγιόν. «Μα αυτή είμαι εγώ» του είπε ξέπνοα. «Η αλήθεια είναι ότι μοιάζετε πάρα πολύ. Θα μπορούσα να πω σαν δίδυμες όμως όχι. Δεν είσαι εσύ. Είναι η προ-γιαγιά σου η Διηρείνια». «Δεν ξέρω τίποτα για εκείνη» του είπε. «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Όλα θα τα μάθεις. Έλα να καθίσουμε και θα σου διηγηθώ μια ιστορία».
            «Πριν από πάρα πολλά χρόνια λοιπόν ζούσε η προγιαγιά σου εδώ κοντά. Υπάρχουν ακόμα ερείπια του σπιτιού της. Όλοι όμως στο χωριό τη φοβόντουσαν γιατί έλεγαν ότι είναι μάγισσα. Μπορούσε με τα μαγικά βοτάνια της να λύνει και να δένει καρδιές. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήταγαν τη βοήθειά της. Με πολύ φόβο πλησίαζαν το σπίτι της που βρισκόταν κοντά στη λίμνη γιατί κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα ήταν τυλιγμένο με μια ανεξήγητη ΟΜΙΧΛΗ όμως η ελπίδα για να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους πρόσωπο ή σε άλλες περιπτώσεις για να απαλλαγούν από αυτό ήταν τόσο έντονη που τους έδινε δύναμη και διάβαιναν το κατώφλι της. Έτσι λοιπόν και ένα παλικάρι της χτύπησε τη πόρτα και της ζήτησε να του δώσει κάτι για να δώσει στην αγαπημένη του. Τον έστελνε ο Βασιλιάς σε μια μάχη και φοβόταν ότι η καλή του θα τον ξεχνούσε. Η Διηρείνια λυπήθηκε τα νιάτα του, ένιωσε τον καημό του και άρχισε να συγκεντρώνει βοτάνια για να φτιάξει ένα μίγμα. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχε καταχωνιασμένο στο σπίτι. Έβγαλε το μενταγιόν που κρατάς εσύ τώρα και κρατώντας το από την αλυσίδα το βούτηξε στο υγρό. Ψιθύρισε λόγια σε ακαταλαβίστικη γλώσσα και του είπε «Κάντο δώρο στην αγαπημένη σου. Πες της ότι όταν θα γυρίσεις με το καλό από τη μάχη θα τη παντρευτείς και με αυτό το μενταγιόν της δίνεις το λόγο σου».
            Με μια αβεβαιότητα για όλα αυτά καβάλησε το ΑΛΟΓΟ του και πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του. «Εκλεκτή της καρδιάς μου και μοναδικό μου όνειρο σου προσφέρω το μενταγιόν αυτό ως υπόσχεση ότι όταν θα γυρίσω από τη μάχη θα σε παντρευτώ». «Φοβάμαι πολύ για σένα εκεί που θα είσαι» του είπε. «Όχι δεσποσύνη μου. Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω ο κόσμος να χαλάσει. Εμάς ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει». Συγκινημένη το φόρεσε στο λαιμό της και προσπάθησε με το φιλί της να του δείξει όλη την ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ της ύπαρξης της. Ευτυχισμένος καβάλησε το άλογό του και σαν τον ΑΝΕΜΟ έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
            Οι μήνες περνούσαν και η κοπέλα δεν είχε κανένα νέο από τον αγαπημένο της. Τα ΙΧΝΗ του άφαντα. Όλα ήταν μάταια όμως περίμενε καρτερικά. Χάιδευε την καρδιά και νόμιζε ότι ήταν μαζί της.
            Η μοίρα που πάντα αδυσώπητα δίνει τα χτυπήματά της είχε σχεδιάσει άλλη ΠΛΟΚΗ για τη ζωή του ζευγαριού. Κάποια μέρα ένας από τους συντρόφους του παληκαριού, της χτύπησε τη πόρτα. Του άνοιξε και λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκε για να καταλάβει ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν για καλό. Δεν πρόλαβε να της πει ότι το παληκάρι έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ένα βουητό ένιωσε στο κεφάλι της, όλα γύρω σκοτείνιασαν και λυποθύμησε. Όταν συνήλθε ένα ΚΕΝΟ είχε στη μνήμη της. Ο μαντατοφόρος όμως που τη βοήθησε να συνέλθει της μίλησε για την ανδρεία και την γενναιότητα που έδειξε ο καλός της. Έκλαψε πάρα πολύ. Σπάραξε η ψυχή της. Ζητούσε απεγνωσμένα να τον δει. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρίσκεται ο τάφος του. Ήταν η γυναίκα του ψυχή τε και σώματι. «Επιβάλλεται να πάω κοντά του» ούρλιαζε. Τη λυπήθηκε ο άνθρωπος και την πήρε μαζί του. Ντυμένη στα μαύρα ήταν αμίλητη σε όλη τη διαδρομή και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα της μέχρι βαθιά μέσα την ψυχή της.
            Έφτασαν στον τάφο. Του ζήτησε να την αφήσει μόνη. Έκατσε στο χώμα και άφησε τα δάκρυά της να το ποτίσουν. Άρχισε να του μιλάει. Να του λέει τα όνειρα που έκανε για κείνους όλο αυτό τον καιρό που έλειπε. Παραμιλούσε. Μια μικρή λάμψη άρχισε να βγαίνει από την κόκκινη καρδιά που κρεμόταν στο λαιμό της. Όσο παραμιλούσε εκείνη, τόσο δυνάμωνε το φως που έβγαζε η καρδιά. Όλο και πιο έντονο, όλο και πιο εκτυφλωτικό. Μια ακτίνα κόκκινη έφυγε από το κέντρο του μενταγιον και τρύπησε το χώμα. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από τον τάφο και την πήρε μαζί του στο χάος.
            «Μόλις ακούσεις το σφύριγμά μου θα ξυπνήσεις. Με το ένα, με το δύο, με το τρία φρρρρρρρ». Ξύπνησε πανικοβλημένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα δάκρυα. «Τι έγινε;» ρωτούσε τον ψυχολόγο και τον υπνωτιστή που την παρακολουθούσαν έντρομοι. «Θυμάσαι τι είδες;», «Όχι. Νιώθω όμως θλίψη, πανικό, τρόμο. Γιατί είμαι μούσκεμα; Έκλαιγα;». «Ναι καλή μου. Σου έχω ετοιμάσει ένα τσάι να πιεις να ηρεμήσεις. Έχουμε καταγράψει όλα όσα έλεγες και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». Της είπαν τα πάντα και η μόνη εξήγηση που μπορούσαν να δώσουν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι κάποια σχέση πρέπει να έχει εκείνη με εκείνο το ζευγάρι που η μοίρα τους χώρισε έτσι άδικα και το πνεύμα του νεαρού ίσως πλανιέται ακόμα για να βρει την αγαπημένη του……..